γλυκόλογος

γλυκόλογος
η , ο , γλυκόλόγος, α, ο
1) сладкоречивый; 2) приятный, приветливый, любезный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γλυκόλογος" в других словарях:

  • γλυκόλογος — η, ο ο γλυκομίλητος: Είναι γλυκόλογος άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γλυκόλογος — και λόγος, η, ο (Μ γλυκύλογος, ον) αυτός που μιλάει ευχάριστα, ο ευπροσήγορος …   Dictionary of Greek

  • -λογος — (AM λογος) β συνθετικό πολλών προπαροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, στα οποία ο λόγος, με τη σημασία τής ομιλίας, επέχει θέση αντικειμένου τού α συνθετικού, που είναι ρήμα (φιλόλογος «φιλώ τον λόγο», δωσίλογος… …   Dictionary of Greek

  • γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… …   Dictionary of Greek

  • γλυκύλογος — ον βλ. γλυκόλογος …   Dictionary of Greek

  • ηδυλάλος — ἡδυλάλος, ον (Α) επιγρ. ηδυλόγος, *γλυκόλογος, γλυκόλαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. τού λαλώ), πρβλ. ερημο λάλος, χρηστο λάλος] …   Dictionary of Greek

  • γλυκομίλητος — η, ο ο γλυκόλογος, ο προσηνής: Η δασκάλα μου είναι γλυκομίλητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»